- ταριχηρόν
- ταριχηρόςofmasc acc sgταριχηρόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Conservation de la viande — Argument ménager de la conservation de la viande, circa 19 … Wikipédia en Français
ταριχηρός — και συντετμημένος τ. ταρχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα 2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων 3. (για τρόφιμα) παστωμένος 4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.) 5. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek